- χηνοτρόφος
- ο тот, кто разводит гусей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χηνοτρόφος — ο / χηνοτρόφος, ον, ΝΜΑ εκτροφέας χηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος, ὀρνιθο τρόφος)] … Dictionary of Greek
χηνοτρόφος — ο αυτός που τρέφει χήνες, χηνοβοσκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
χηνοβοσκός — και χηνοβόσκος, ὁ, ΜΑ χηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + βοσκός (πρβλ. χοιρο βοσκός)] … Dictionary of Greek
χηνοτροφία — η, Ν [χηνοτρόφος] ζωοτ. εκτροφή χηνών … Dictionary of Greek
χηνοτροφείο — το / χηνοτροφεῑον, ΝΜΑ, και χηνοτρόφιον ΜΑ [χηνοτρόφος] χώρος στον οποίο εκτρέφονται χήνες … Dictionary of Greek
χηνοτρόπος — ὁ, Α βλ. χηνοτρόφος … Dictionary of Greek
Τρύφων — I Έλληνας γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, που έζησε στους χρόνους του Αυγούστου και του Τιβέριου. Είχε μελετήσει τις τοπικές διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας και τα γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων συγγραφέων. Έχουν σωθεί αποσπάσματα από τα έργα… … Dictionary of Greek